- χρυσέ
- χρῡσέ , χρυσόςgoldmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χρυσέ — Χρυσός gold masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… … Dictionary of Greek
τζόγια — η, ΝΜ στεφάνι από πλεγμένα άνθη, από όπου κρεμούσαν γύρω γύρω χρυσά νομίσματα, και τό προσέφεραν ως γαμήλιο δώρο στη νύφη κατά τους βυζαντινούς χρόνους και, κατά την εποχή μας, στην Κρήτη νεοελλ. 1. χάρμα οφθαλμών («σωστή τζόγια είσαι με αυτό το… … Dictionary of Greek
χαλκόδους — οντος, ὁ, Α χαλκώδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ὀδούς (πρβλ. ὀξυ όδους, χρυσε όδους)] … Dictionary of Greek